δυσεξαριθμητος

δυσεξαριθμητος
    δυσεξαρίθμητος
    δυσ-εξαρίθμητος
    2
    с трудом поддающийся исчислению, неисчислимый Polyb., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δυσεξαριθμητος" в других словарях:

  • δυσεξαρίθμητος — δυσεξαρίθμητος, ον (Α) αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο πολυάριθμος …   Dictionary of Greek

  • δυσεξαρίθμητον — δυσεξαρίθμητος hard to count masc/fem acc sg δυσεξαρίθμητος hard to count neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεξαριθμήτοις — δυσεξαρίθμητος hard to count masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεξαριθμήτων — δυσεξαρίθμητος hard to count masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεξαρίθμητα — δυσεξαρίθμητος hard to count neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεξαρίθμητοι — δυσεξαρίθμητος hard to count masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԴԺՈՒԱՐԱԹՈՒԵԼԻ — ( ) NBH 1 0617 Chronological Sequence: Unknown date Զոր դժուարին է թուել. δυσεξαρίθμητος *Սպասաւորական հոգիք ըստ իւրաքանչիւր կարգի բազմութիւն մեզ երեւի դժուարաթուելի. Բրս. երրորդ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»